Greek Meaning of donkeywork

γαϊδουροδουλειά

Other Greek words related to γαϊδουροδουλειά

Definitions and Meaning of donkeywork in English

Wordnet

donkeywork (n)

hard monotonous routine work

FAQs About the word donkeywork

γαϊδουροδουλειά

hard monotonous routine work

προσπάθεια,κούραση,αλέθω,Εργασία,πόνοι,δουλεία,Αγώνας,ιδρώτας,Μόχθος,δουλειά της κακομοίρας

αποσυμπίεση,ευκολία,διασκέδαση,ελεύθερος χρόνος,παίξε,χαλάρωση,ανάπαυση,Διασκέδαση,εκτροπή,ψυχαγωγία

donkeys => γαϊδούρια, donkey pump => Γαϊδουρόμυλος, donkey jacket => Γαϊδουροπουκάμισο, donkey engine => Μηχανή γαϊδάρου, donkey cart => κάρο γαϊδάρου,