FAQs About the word donkey engine

Μηχανή γαϊδάρου

a locomotive for switching rolling stock in a railroad yard, (nautical) a small engine (as one used on board ships to operate a windlass)

γάιδαρος,Γαϊδούρι,μουλάρι,Γάιδαρος,μουλάρι,γρύλος,τζένετ,Τζένι,Θεωρητικό ζώο

Εγκέφαλος,διάνοια,Διάννοια,σοφός,διανοούμενος,Αναγεννησιακός άνθρωπος,στοχαστής,φυτό,μάγος,πολυμάθης

donkey cart => κάρο γαϊδάρου, donkey boiler => Γάιδαρος λέβητας, donkey => γάιδαρος, donjon => πύργος της φυλακής, donizetti => Ντονιτσέτι,