FAQs About the word donned

ντυμένος

of Don

ντυμένος,ντυμένος,βάζω,στημένος,γλίστρησε (πάνω ή μέσα),Πετάχτηκε (πάνω),ντυμένος,παρατεταγμένοι,ντυμένος,στολισμένος

έβγαλε,αφαιρέθηκε,Απογειώθηκε,γυμνός,γυμνός,Γυμνός,стрипт

donnean => ντοννικό, donne => δίνει, donnat => ντόνατ, donna => Ντόνα, donkeywork => γαϊδουροδουλειά,