Greek Meaning of spacing
διάστημα
Other Greek words related to διάστημα
Nearest Words of spacing
- spacial => χωρικός
- spacey => διαστημικός
- spacewards => προς του διαστήματος
- spaceward => προς τον διαστημικό χώρο
- spacewalker => αστροναύτης
- spacewalk => Διαστημικός Περίπατος
- space-time continuum => χωροχρονικό συνεχές
- space-time => χωρόχρονος
- spacesuit => διαστημική στολή
- spaceship => διαστημικό σκάφος
Definitions and Meaning of spacing in English
spacing (n)
the time between occurrences of a repeating event
the property possessed by an array of things that have space between them
FAQs About the word spacing
διάστημα
the time between occurrences of a repeating event, the property possessed by an array of things that have space between them
απόσταση,μήκος,πλάτος,ύψος,μόλυβδος,αφαιρώ,χώρος,διαδίδω,Τέντωμα,τρόπος
No antonyms found.
spacial => χωρικός, spacey => διαστημικός, spacewards => προς του διαστήματος, spaceward => προς τον διαστημικό χώρο, spacewalker => αστροναύτης,