FAQs About the word dreadlock

Ντρέντλοκ

one of many long thin braids of hair radiating from the scalp; popularized by Rastafarians

Κορνρόου,Πλεξούδα,ουρά,Πλεξούδα,πλέξιμο,Δαντέλα με ζιγκ-ζαγκ,Κορδόνι,Ράβδωση,Δαντέλα,πλεξούδα

No antonyms found.

dreadlessness => Ανδρεία, dreadless => ατρόμητος, dreadingly => φοβερά, dreading => τρομερός, dreadfulness => φρικτότητα,