Greek Meaning of seated
καθήμενος
Other Greek words related to καθήμενος
Nearest Words of seated
Definitions and Meaning of seated in English
seated (a)
(of persons) having the torso erect and legs bent with the body supported on the buttocks
seated (imp. & p. p.)
of Seat
FAQs About the word seated
καθήμενος
(of persons) having the torso erect and legs bent with the body supported on the buttocksof Seat
κάθισε,τοποθετημένος,βάζω,εγκαταστημένος,τοποθετημένο,τοποθετώ,ανάκλιση,ξεκούραστος,διάθεση,εγκαταστημένος
εκφορτισμένος,απολυμένος,λήξη,κονσέρβα,απολύθηκε
seatbelt => Ζώνη ασφαλείας, seat cushion => μαξιλάρι καθίσματος, seat belt => Ζώνη ασφαλείας, seat => Κάθισμα, seasonless => εκτός εποχής,