FAQs About the word seated

καθήμενος

(of persons) having the torso erect and legs bent with the body supported on the buttocksof Seat

κάθισε,τοποθετημένος,βάζω,εγκαταστημένος,τοποθετημένο,τοποθετώ,ανάκλιση,ξεκούραστος,διάθεση,εγκαταστημένος

εκφορτισμένος,απολυμένος,λήξη,κονσέρβα,απολύθηκε

seatbelt => Ζώνη ασφαλείας, seat cushion => μαξιλάρι καθίσματος, seat belt => Ζώνη ασφαλείας, seat => Κάθισμα, seasonless => εκτός εποχής,