Greek Meaning of stormproof
Ανθεκτικό σε καταιγίδες
Other Greek words related to Ανθεκτικό σε καταιγίδες
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of stormproof
- storminess => καταιγίδα
- stormily => θυελλώδης
- stormbound => καθηλωμένος από θύελλα
- storm-beaten => θυελλώδης
- storm window => Παράθυρο καταιγίδας
- storm troops => Τάγματα εφόδου
- storm trooper => Τροopers καταιγίδας
- storm signal => Σήμα καταιγίδας
- storm sash => Παράθυρο καταιγίδας
- storm petrel => Υδροβάτης
Definitions and Meaning of stormproof in English
stormproof (s)
protected against or able to withstand storms
FAQs About the word stormproof
Ανθεκτικό σε καταιγίδες
protected against or able to withstand storms
No synonyms found.
No antonyms found.
storminess => καταιγίδα, stormily => θυελλώδης, stormbound => καθηλωμένος από θύελλα, storm-beaten => θυελλώδης, storm window => Παράθυρο καταιγίδας,