Greek Meaning of stormily

θυελλώδης

Other Greek words related to θυελλώδης

Definitions and Meaning of stormily in English

Wordnet

stormily (r)

in a stormy or violent manner

FAQs About the word stormily

θυελλώδης

in a stormy or violent manner

Άγριος,άγριος,θυμωμένος,τραχύς,ταραγμένη,ηφαιστειακός,επιθετικός,βίαιος,σπασμωδικός,κυκλωνικός

Ήρεμος,Μη βίαιος,ειρηνικός,ειρηνικός,Γαλήνιος,ήρεμος,Ήρεμος,Ειρηνικός,μη εμπόλεμο,μη επιθετικός

stormbound => καθηλωμένος από θύελλα, storm-beaten => θυελλώδης, storm window => Παράθυρο καταιγίδας, storm troops => Τάγματα εφόδου, storm trooper => Τροopers καταιγίδας,