Greek Meaning of corpse
πτώμα
Other Greek words related to πτώμα
Nearest Words of corpse
- corpulence => παχυσαρκία
- corpulency => παχυσαρκία
- corpulent => κορpulεντ
- corpus => σώμα
- corpus amygdaloideum => Αμυγδαλή
- corpus callosum => Κώνος ενωτικής
- corpus christi => Εορτή του Σώματος του Χριστού
- corpus delicti => στοιχεία εγκλήματος
- corpus geniculatum laterale => Εξωτερικός γονατώδης πυρήνας
- corpus geniculatum mediale => Μέσο γονατοειδές σώμα
Definitions and Meaning of corpse in English
corpse (n)
the dead body of a human being
FAQs About the word corpse
πτώμα
the dead body of a human being
Πτώμα,σφάγιο,λείψανα,λείψανα,στάχτες,Οστά,σώμα,Σουτιέν,άκαμπτος,Σφαγή
No antonyms found.
corps of engineers => σώμα μηχανικών, corps diplomatique => Διπλωματικό σώμα, corps de ballet => μπαλέτο, corps => πτώμα, corposant => Φωτιά της Αγίας Ελμου,