Greek Meaning of corporeality

Σωματικότητα

Other Greek words related to Σωματικότητα

Definitions and Meaning of corporeality in English

Wordnet

corporeality (n)

the quality of being physical; consisting of matter

FAQs About the word corporeality

Σωματικότητα

the quality of being physical; consisting of matter

ύπαρξη,σωματικότητα,πραγματικότητα,διαβίωση,αντικειμενικότητα,δραστηριότητα,πραγματικότητα,Κινούμενα σχέδια,Νόμισμα,γνησιότητα

απουσία,έλλειψη,ανυπαρξία,ανυπαρξία,μηδέν,μη πραγματικότητα,Έλλειψη,ανυπαρξία,δυνατότητα,θέλω

corporeal => σωματικός, corporatist => κορπορατίστικος, corporatism => εταιρισμός, corporation law => Εταιρικό δίκαιο, corporation => εταιρεία,