Greek Meaning of corporeality
Σωματικότητα
Other Greek words related to Σωματικότητα
Nearest Words of corporeality
- corporeal => σωματικός
- corporatist => κορπορατίστικος
- corporatism => εταιρισμός
- corporation law => Εταιρικό δίκαιο
- corporation => εταιρεία
- corporate trust => Εταιρική εμπιστοσύνη
- corporate investor => Εταιρικός επενδυτής
- corporate finance => Εταιρικά Οικονομικά
- corporate executive => Εταιρικό στέλεχος
- corporate bond => Εταιρικά ομόλογα
Definitions and Meaning of corporeality in English
corporeality (n)
the quality of being physical; consisting of matter
FAQs About the word corporeality
Σωματικότητα
the quality of being physical; consisting of matter
ύπαρξη,σωματικότητα,πραγματικότητα,διαβίωση,αντικειμενικότητα,δραστηριότητα,πραγματικότητα,Κινούμενα σχέδια,Νόμισμα,γνησιότητα
απουσία,έλλειψη,ανυπαρξία,ανυπαρξία,μηδέν,μη πραγματικότητα,Έλλειψη,ανυπαρξία,δυνατότητα,θέλω
corporeal => σωματικός, corporatist => κορπορατίστικος, corporatism => εταιρισμός, corporation law => Εταιρικό δίκαιο, corporation => εταιρεία,