Greek Meaning of dazing

εκτυφλωτικό

Other Greek words related to εκτυφλωτικό

Definitions and Meaning of dazing in English

Webster

dazing (p. pr. & vb. n.)

of Daze

FAQs About the word dazing

εκτυφλωτικό

of Daze

παραλυτικός,ταλαντευόμενο,εκπληκτικός,χτύπημα,χτύπημα,χαστούκι,εντυπωσιακός,διάτρηση,θόρυβος,μπάσινγκ

No antonyms found.

dazedly => μουδιασμένα, dazed => ζαλισμένος, daze => ζάλη, daywoman => γυναίκα της ημέρας, daytona beach => Ντέιτονα Μπιτς,