Greek Meaning of crestfallenness

απογοήτευση

Other Greek words related to απογοήτευση

Definitions and Meaning of crestfallenness in English

crestfallenness

having a drooping crest or hanging head, very sad and disappointed, feeling shame or humiliation

FAQs About the word crestfallenness

απογοήτευση

having a drooping crest or hanging head, very sad and disappointed, feeling shame or humiliation

Απογοήτευση,δυσαρέσκεια,δυσαρέσκεια,δυσαρέσκεια,Απογοήτευση,δυσαρέσκεια,δυσαρέσκεια,Μπλουζ,απογοήτευση,αποθάρρυνση

περιεχόμενο,ικανοποίηση,ικανοποίηση,ικανοποίηση,ικανοποίηση,εκπλήρωση,εκπλήρωση,ευτυχία,χαρά,μακαριότητα

crestfallenly => αποκαρδιωμένα, crestal => κορυφαίος, crescively => αυξανόμενα, crescentic => ημισέληνος, crescendos => κρεσέντι,