Greek Meaning of refuser
αρνούμαι
Other Greek words related to αρνούμαι
Nearest Words of refuser
Definitions and Meaning of refuser in English
refuser (n.)
One who refuses or rejects.
FAQs About the word refuser
αρνούμαι
One who refuses or rejects.
αμφισβητίας,απείθαρχος,επαναστάτης,αρνητής,ανθεκτικό,αντίσταση,αναρχικός,ανυπότακτος,αντάρτης,εξεγερμένος
βασιλικός,πατριώτης,οπαδός,Αντεπαναστάτης,αντιεπαναστατικός,αντεπαναστάτης
refused => απορριφθείς, refuse heap => σκουπιδότοπος, refuse => αρνούμαι, refusal => άρνηση, refusable => απορριπτέος,