Greek Meaning of inexplicably

ανεξήγητα

Other Greek words related to ανεξήγητα

Definitions and Meaning of inexplicably in English

Wordnet

inexplicably (r)

in a manner differing from the usual or expected

Webster

inexplicably (adv.)

In an inexplicable manner.

FAQs About the word inexplicably

ανεξήγητα

in a manner differing from the usual or expectedIn an inexplicable manner.

ανεξήγητος,ανεξήγητος,παράλογος,ανεύθυνος,παράλογος,ασυνήθιστο,παράλογο,μυστηριώδης,αινιγματικός,αινιγματικός

υπεύθυνος,εξηγήσιμος,ερμηνεύσιμο,λογικός,λογικός,λογικός,κατανοητός,πειστικός,επιβεβαιωμένο,πειστικός

inexplicableness => ανεξήγητο, inexplicable => ανεξήγητος, inexplicability => Δυσκατανοησία, inexpleably => ανεξήγητα, inexplainable => ανεξήγητος,