Greek Meaning of masterstroke

αριστούργημα

Other Greek words related to αριστούργημα

Definitions and Meaning of masterstroke in English

Wordnet

masterstroke (n)

an achievement demonstrating great skill or mastery

FAQs About the word masterstroke

αριστούργημα

an achievement demonstrating great skill or mastery

αριστούργημα,αριστούργημα,αριστούργημα,τουρνέ ντε φόρς,blockbuster,Αριστούργημα,κλασικός,Αριστούργημα,Επιτυχία,το αριστούργημα

καταστροφή,καταστροφή,καταστροφή,χάντρες,αποτυχία,φιάσκο,αποτυχία,Γαλοπούλα,αποπλύνετε,σαράβαλο

mastersinger => μαέστρος τραγουδιστής, mastership => Μαεστρία, master's degree => μεταπτυχιακό δίπλωμα, masters => δάσκαλοι, masterpiece => αριστούργημα,