Greek Meaning of showpiece

αριστούργημα

Other Greek words related to αριστούργημα

Definitions and Meaning of showpiece in English

Wordnet

showpiece (n)

the outstanding item (the prize piece or main exhibit) in a collection

FAQs About the word showpiece

αριστούργημα

the outstanding item (the prize piece or main exhibit) in a collection

Πολύτιμος λίθος,Επισημαίνω,Κόσμημα,αριστούργημα,βραβείο,θησαυρός,νικητής,έλξη,blockbuster,κλασικός

καταστροφή,καταστροφή,Ελάττωμα,καταστροφή,αποτυχία,φιάσκο,αποτυχία,Γαλοπούλα,αποπλύνετε,ατέλεια

show-off => επιδειξίας, shown => εμφανιζόμενο, showmen => Θεατρίνοι, showmanship => ντεμέκ, showman => σόουμαν,