Greek Meaning of facilely
εύκολα
Other Greek words related to εύκολα
- εύκολα
- εύκολος
- αποτελεσματικά
- χωρίς κόπο
- ελεύθερα
- εύκολα
- ομαλά
- επιδέξια
- επιδέξια
- άπταιστα
- εύκολα
- ενστικτωδώς
- ελαφρά
- ανώδυνα
- επιδέξια
- καλά
- χωρίς εμπόδια
- ικανοποιητικά
- ικανά
- επιδέξια
- επιδέξια
- αναμφίβολα
- διαισθητικά
- δεξιοτεχνικά
- φυσικά
- με επάρκεια
- αυθόρμητα
- επιδέξια
- πανεύκολα
- δεν υπάρχει πρόβλημα
- αμέσως
Nearest Words of facilely
- facilitates => διευκολύνει
- facilitations => διευκολύνσεις
- facing off => αντιμέτωποι
- facing up (to) => αντιμέτωπος
- facings => επιφάνειες
- fact finder => ερευνητής γεγονότων
- fact-check => έλεγχος γεγονότων
- fact-checked => ελεγμένο γεγονός
- fact-checking => Επιβεβαίωση γεγονότων
- facticity => ουσιαστικότητα
Definitions and Meaning of facilely in English
facilely
mild or pleasing in manner or disposition, poised, assured, easily experienced or displayed and often insincere, readily manifested and often lacking sincerity or depth, shallow, simplistic, ready, fluent, working, moving, or performing with skill and ease, used or comprehended with ease, overly simple, easily done, handled, or achieved, easily accomplished or attained
FAQs About the word facilely
εύκολα
mild or pleasing in manner or disposition, poised, assured, easily experienced or displayed and often insincere, readily manifested and often lacking sincerity
εύκολα,εύκολος,αποτελεσματικά,χωρίς κόπο,ελεύθερα,εύκολα,ομαλά,επιδέξια,επιδέξια,άπταιστα
επίπονα,αδέξια,αδέξια,μόλις,ανεπαρκώς,επίπονα,σθεναρά,διεξοδικά,αδέξια,επιμελώς
facets => όψεις, faces => πρόσωπα, face-offs => Αναμετρήσεις, facelessness => απώλεια ταυτότητας, facedown => ανάσκελα,