Greek Meaning of compleat

πλήρης

Other Greek words related to πλήρης

Definitions and Meaning of compleat in English

compleat

having all necessary or desired elements or skills, classic, quintessential

FAQs About the word compleat

πλήρης

having all necessary or desired elements or skills, classic, quintessential

επιτευχθείς,ικανός,ολοκληρωμένο,έμπειρος,ειδικός,καλός,μεγάλος, καταπληκτικός,επιδέξιος,επιδέξιος,επιδέξιος

ερασιτέχνης,ερασιτεχνικός,ατέχναστος,ακατέργαστος,ανίκανος,ανίκανος,αναποτελεσματικός,αναποτελεσματικός,αναποτελεσματικός,άπειρος

complaints => παράπονα, complains => παραπονιέται, complainers => Γκρινιάρηδες., complained => παραπονιόταν, comping => αποζημίωση,