Greek Meaning of multiskilled
πολυτάλαντος
Other Greek words related to πολυτάλαντος
- προσαρμοστικός
- ικανός
- ευέλικτος
- ευέλικτος
- επιδέξιος
- επιδέξιος
- έμπειρος
- ειδικός
- γενικού σκοπού
- πολλαπλών χρήσεων
- επιδέξιος
- Πρωτεϊκός
- επιδέξιος
- επιδέξιος
- καθολικός
- Ευέλικτος
- πολυμερής
- πολυτάλαντος
- ικανός
- επιτευχθείς
- άσσος
- επιδέξιος
- Έξυπνος
- ολοκληρωμένο
- ολοκληρωμένος
- εξαιρετικός
- επιδέξιος
- μορφωμένος
- ευέλικτος
- μεγάλος, καταπληκτικός
- πρακτικός
- με γνώσεις
- κύριος
- αριστοτεχνικός
- αριστοτεχνικά
- εξασκηθείς
- ολισθηρός
- σταθεροχέρης
- δίδαξε
- εκπαιδευμένος
- έμπειρος
- Βετεράνος
- βιρτουόζος
- Μεικτής χρήσης
- ρυθμιζόμενος
- Αλλοιώσιμος
- μεταβλητός
- ρωγμή
- ελαστικός
- Ρευστό
- καλός
- λειαντός
- τροποποιήσιμος
- πλαστικό
- εύκαμπτος, εύπλαστος
- εύκαμπτος, εύπλαστος
- ασκήθηκε
- επαγγελματικός
- εκπαιδευμένος
- εύκαμπτος
- μεταβλητή
- πλήρης
- διδαγμένος
Nearest Words of multiskilled
- multiplies => πολλαπλασιάζει
- multiplicities => Πολλαπλότητες
- multiplications => πολλαπλασιασμοί
- multipart => Πολυμερής
- multinationals => πολυεθνικές
- multi-millionairesses => πολυεκατομμυριούχος
- multimillionairesses => Πολυεκατομμυριούχοι
- multimillionairess => πολυεκατομμυριούχος
- multi-millionaires => -------- Πολυεκατομμυριούχοι
- multimillionaire => multimilionouhos
Definitions and Meaning of multiskilled in English
multiskilled
having or involving skill, aptitude, or ability in more than one area
FAQs About the word multiskilled
πολυτάλαντος
having or involving skill, aptitude, or ability in more than one area
προσαρμοστικός,ικανός,ευέλικτος,ευέλικτος,επιδέξιος,επιδέξιος,έμπειρος,ειδικός,γενικού σκοπού,πολλαπλών χρήσεων
ερασιτέχνης,άπειρος,περιορισμένος,ανειδίκευτος,ερασιτεχνικός,ανίκανος,ανίκανος,Άπειρος,ανίκανος,μη επαγγελματίας
multiplies => πολλαπλασιάζει, multiplicities => Πολλαπλότητες, multiplications => πολλαπλασιασμοί, multipart => Πολυμερής, multinationals => πολυεθνικές,