FAQs About the word sorter

Ταξινομητής

a clerk who sorts things (as letters at the post office), a machine for sorting things (such as punched cards or letters) into classes

είδος,ευγενικός,Ράβδωση,τύπος,φυλή,περιγραφή,Νεφρά,τρόπος,φύση,είδη

ζώο,Θηρίο,βάρβαρος,πλάσμα,κτήνος

sorted => ταξινομημένο, sort program => Πρόγραμμα ταξινόμησης, sort out => ταξινομήσω, sort of => ένα είδος, sort => διαλέγω,