Greek Meaning of saddling

σέλωμα

Other Greek words related to σέλωμα

Definitions and Meaning of saddling in English

Webster

saddling (p. pr. & vb. n.)

of Saddle

FAQs About the word saddling

σέλωμα

of Saddle

επιβαρυντικός,γέμιση,φόρτωση,επιβαρυντικός,ναύλος,φορτίο,βαρύς,Συσκευασία,Υποστύλωση,στοίβαγμα

εκφόρτωση,ανακούφιση,Εκφόρτωση,ελάφρυνση,απελευθερώνω,χαλάρωση,αστραπή,ανακούφιση,Εκφόρτωση

saddletree => Γελοί, saddle-sore => πρόβλημα σέλας, saddle-shaped => σέλας, saddlery => Σελλοποιείο, saddler => Σελοποιός,