FAQs About the word do.

κάνω

πηγαίνω,εξυπηρετώ,αρκετός,αρμόζω,αρμόζω,Πληρώνω το λογαριασμό,κατάλληλο,ταιριάζω στο σκοπό,ικανοποιώ,κοστούμι

ελαφρύ,σφίγγω

do work => δουλεύω, do well by => Φροντίζω καλά, do well => πηγαίνω καλά, do up => επισκευάζω, do the honors => Τιμώντας,