Greek Meaning of genearch
Γενετιστής
Other Greek words related to Γενετιστής
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of genearch
- genealogy => Γενεαλογία
- genealogize => φτιάχνω γενεαλογικό δέντρο
- genealogist => Γενεαλογικός
- genealogies => γενεαλογίες
- genealogically => γενεαλογικά
- genealogical => γενεαλογικός
- genealogic => γενεαλογικός
- geneagenesis => Γεννέζης, γεννησιγέννεση
- gene tunney => Τζιν Τάνι
- gene sarazen => Τζιν Σαραζέν
- genera => γένη
- generability => γεννητικότητα
- generable => γεννήσιμο
- general => γενικός
- general agent => Γενικός πράκτορας
- general agreement on tariffs and trade => Γενική Συμφωνία για Δασμούς και Εμπόριο
- general anaesthesia => Γενική αναισθησία
- general anaesthetic => Γενική αναισθησία
- general anatomy => Γενική Ανατομία
- general anesthesia => Γενική αναισθησία
Definitions and Meaning of genearch in English
genearch (n.)
The chief of a family or tribe.
FAQs About the word genearch
Γενετιστής
The chief of a family or tribe.
No synonyms found.
No antonyms found.
genealogy => Γενεαλογία, genealogize => φτιάχνω γενεαλογικό δέντρο, genealogist => Γενεαλογικός, genealogies => γενεαλογίες, genealogically => γενεαλογικά,