Greek Meaning of general knowledge
Γενικές γνώσεις
Other Greek words related to Γενικές γνώσεις
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of general knowledge
- general headquarters => αρχηγείο
- general franco => ο στρατηγός Φράνκο
- general election => βουλευτικές εκλογές
- general delivery => Ταχυδρομικός κλάδος
- general de gaulle => Σαρλ Ντε Γκωλ
- general damages => γενικές αποζημιώσεις
- general custer => ο στρατηγός Κάστερ
- general charles de gaulle => Στρατηγός Σαρλ ντε Γκωλ
- general certificate of secondary education => Απολυτήριο Λυκείου
- general baptist => Γενικός Βαπτιστής
- general ledger => Κεντρικός λογαριασμός
- general lien => Γενικό εμπράγματο δικαίωμα
- general manager => γενικός διευθυντής
- general medicine => γενική ιατρική
- general officer => Ανώτατος αξιωματικός
- general practitioner => Γενικός ιατρός
- general relativity => γενική σχετικότητα
- general relativity theory => Γενική θεωρία της σχετικότητας
- general security services => Γενικές υπηρεσίες ασφαλείας
- general services administration => Γενική Διοίκηση Υπηρεσιών
Definitions and Meaning of general knowledge in English
general knowledge (n)
knowledge that is available to anyone
FAQs About the word general knowledge
Γενικές γνώσεις
knowledge that is available to anyone
No synonyms found.
No antonyms found.
general headquarters => αρχηγείο, general franco => ο στρατηγός Φράνκο, general election => βουλευτικές εκλογές, general delivery => Ταχυδρομικός κλάδος, general de gaulle => Σαρλ Ντε Γκωλ,