Greek Meaning of brokers
μεσίτες
Other Greek words related to μεσίτες
- δικηγόροι
- μεσάζοντες
- μεσάζοντες
- σύμβουλοι
- πράκτορες
- πρέσβεις
- προσκρουστήρες
- διαμεσολαβητές
- Ενδιαμέσων
- Συνδέσεις
- διαμεσολαβητές
- διαπραγματευτές
- ειρηνοποιοί
- Βουλευτές
- δικαστές
- μέσα ενημέρωσης
- σύμβουλοι
- διαπραγματευτές
- σύμβουλοι
- Αντιπρόσωποι
- απεσταλμένοι
- παράγοντες
- μεσολαβητές
- έντιμοι μεσίτες
- πρεσβευτές
- μεσῑτευτές
- παρεμβολείς
- Συντονιστές
- διαπραγματευτές
- διαμεσολαβητές
- διαιτητές
- εκπρόσωποι
- Διαιτητές
- Φιλοπερίεργοι
- απεσταλμένοι
- κατευναστές
- διαιτητές
- Διαιτητές
- σύμβουλοι
- παρεμβολείς
- λεγάτοι
- παρεμβατικοί
- αγγελιοφόροι
- ειρηνοποιοί
- εισαγγελείς
- συνδιαλλακτές
- ανιχνευτές προβλημάτων
Nearest Words of brokers
- bromides => βρωμίδια
- bronchos => βρόγχοι
- broncos => Μπρόνκος
- Bronx cheers => Γιούχα του Μπρονξ
- brood (about or over) => σκέφτεται (για κάτι ή υπερβολικά)
- brooded (about or over) => εκκολάπτει (πάνω από ή σχετικά με κάτι)
- brooding (about or over) => συλλογίζομαι (για ή για)
- broods => γέννες
- brooklets => ρυάκια
- broomsticks => Σκουπάκια
Definitions and Meaning of brokers in English
brokers
one who sells or distributes something, power broker, an agent who arranges marriages, an agent who negotiates contracts of sale (as of real estate or securities) or other agreements (as insurance contracts or mortgages) between the parties for a fee or commission compare dealer, finder, a person who acts as an agent in the purchase and sale of property, one who acts as an intermediary, an agent who negotiates contracts of purchase and sale (as of real estate, commodities, or securities)
FAQs About the word brokers
μεσίτες
one who sells or distributes something, power broker, an agent who arranges marriages, an agent who negotiates contracts of sale (as of real estate or securitie
δικηγόροι,μεσάζοντες,μεσάζοντες,σύμβουλοι,πράκτορες,πρέσβεις,προσκρουστήρες,διαμεσολαβητές,Ενδιαμέσων,Συνδέσεις
αγοραστές,καταναλωτές,αγοραστές,χρήστες,Τελικοί χρήστες
broken up => σπασμένος, broken down => Χαλασμένος, broke up => Χώρισαν, broke the law => παραβίασε το νόμο, broke out (of) => ξέσπασε (από),