Greek Meaning of broken down
Χαλασμένος
Other Greek words related to Χαλασμένος
- ερειπωμένος
- ανάπηρος
- εύθραυστος
- Αδύναμος
- εξασθενημένος
- ασθενικός
- σπασμένο
- εξετάζω
- κατεστραμμένος
- εξασθενημένος
- ετοιμόρροπος
- κατεστραμμένος
- φτωχός και καταφρονεμένος
- εξασθενημένος
- Αδύναμος
- Ασθενής
- άρρωστος
- νωθρός
- Παράλυτος
- ερειπωμένος
- μαλακός
- μαλακωμένο
- Άυλος
- σπαταλημένος
- δειλός
- βυθισμένο
- λεπτός
- εξασθενημένος
- εξαντλημένος
- πόνος
- εξασθενημένος
- ανίκανος
- ανίκανος
- τραυματισμένος
- άκυρος
- χωλός
- Χαμηλός
- ανίσχυρος
- προσκυνημένος
- αποκαμωμένος
- ελαφρύ
- τρυφερό
- προβληματικός
- μαλθακός
- καταβεβλημένος
Nearest Words of broken down
- broken up => σπασμένος
- brokers => μεσίτες
- bromides => βρωμίδια
- bronchos => βρόγχοι
- broncos => Μπρόνκος
- Bronx cheers => Γιούχα του Μπρονξ
- brood (about or over) => σκέφτεται (για κάτι ή υπερβολικά)
- brooded (about or over) => εκκολάπτει (πάνω από ή σχετικά με κάτι)
- brooding (about or over) => συλλογίζομαι (για ή για)
- broods => γέννες
Definitions and Meaning of broken down in English
FAQs About the word broken down
Χαλασμένος
ερειπωμένος,ανάπηρος,εύθραυστος,Αδύναμος,εξασθενημένος,ασθενικός,σπασμένο,εξετάζω,κατεστραμμένος,εξασθενημένος
ολοκαίνουργιο,φρέσκος,νέος,σκληρός,ανθεκτικός,υγιής,διατηρήθηκε,σφριγηλός,συντηρημένο,ισχυρός
broke up => Χώρισαν, broke the law => παραβίασε το νόμο, broke out (of) => ξέσπασε (από), broke out => ξέσπασε/εξερράγη, broke off (with) => χώρισε (με),