Greek Meaning of broke out (of)
ξέσπασε (από)
Other Greek words related to ξέσπασε (από)
- δραπέτευσε
- έφυγε
- πέταξε
- διέφυγε
- χάθηκε
- Αριστερά
- χαμένος
- μετακινηθήκαμε
- απελευθερώθηκε
- καθάρισε
- βγήκε έξω
- τράβηξε έξω
- έφυγαν τρέχοντας
- έτρεξε μακριά
- Απέφευξε
- απέδρασαν
- αποθανών
- μπερδεμένος
- δραπετεύω
- απέφυγε
- ελευθερωμένος
- αποφεύγω
- απελευθερωμένος
- απελευθερωμένος
- απελευθερωμένος
- χαλαρός
- χαλαρός
- παραιτούμαι
- άφησε
- λυτρωμένος
- κυκλοφόρησε
- διασωθεί
- απέφευξα
- πήγε
- βγήκε
- έκανε έξοδο
- Σπρώχνω (έξω)
- πήδηξε
- αναπηδήσαμε
- Απογειώθηκε
- βγήκε έξω
Nearest Words of broke out (of)
Definitions and Meaning of broke out (of) in English
broke out (of)
No definition found for this word.
FAQs About the word broke out (of)
ξέσπασε (από)
δραπέτευσε,έφυγε,πέταξε,διέφυγε,χάθηκε,Αριστερά,χαμένος,μετακινηθήκαμε,απελευθερώθηκε,καθάρισε
κατοικούσε,κατοικούσε,έμεινε,παρέμεινε,επέστρεψε,Γυρνούσε,έμεινε,κατοικία,επιστρεφόμενος,καθυστερούσε
broke out => ξέσπασε/εξερράγη, broke off (with) => χώρισε (με), broke off => έσπασε, broke in => Εισέβαλε, broke free => απελευθερώθηκε,