Greek Meaning of eloped

δραπετεύω

Other Greek words related to δραπετεύω

Definitions and Meaning of eloped in English

Webster

eloped (imp. & p. p.)

of Elope

FAQs About the word eloped

δραπετεύω

of Elope

διέφυγε,καθάρισε,απέδρασαν,δραπέτευσε,έφυγε (δραπέτευσε),βγήκε έξω,αναμμένος,σβηστό,ξέφυγε,παράτησε

γένιος,τόλμησε,αντιμέτωπος,τόλμησε,αψήφησε,αντιμέτωπος,κατοικούσε,κατοικούσε,Γυρνούσε,έμεινε

elope => δραπετεύω, elongation => επιμήκυνση, elongating => επιμήκυνξη, elongated => επιμήκης, elongate leaf => επίμηκες φύλλο,