Greek Meaning of eloquently
εύγλωττα
Other Greek words related to εύγλωττα
Nearest Words of eloquently
Definitions and Meaning of eloquently in English
eloquently (r)
with eloquence
in an articulate manner
eloquently (adv.)
In an eloquent manner.
FAQs About the word eloquently
εύγλωττα
with eloquence, in an articulate mannerIn an eloquent manner.
αρθρωτός,ειλικρινά,φωνητικός,εκφραστικός,άπταιστα,Λεπτός,κουβεντιάζω,εύκολος,φλύαρος,εύγλωττος
διστακτικός,άναρθρος,ανέκφραστος,διστακτικός,ανακοπή,γκρινιάρης,γκρίνια,βουβός,μουρμούρισμα,άφωνος
eloquent => εύγλωττος, eloquence => Επίκληση, elops => ελώπς, eloping => απόδραση δύο ερωτευμένων, elopidae => ελοπίδες,