Greek Meaning of shoplifted
Κλοπή από κατάστημα
Other Greek words related to Κλοπή από κατάστημα
- άρπαξε
- λεηλατημένος
- διάλεξε
- Ποσαρισμένο
- αυλακωμένο
- θρόισμα
- κατάσχεται
- αεροπειρατείας
- αρπάχτηκε
- απαχθείς
- κλεμμένο
- απήγαγε
- καρφωμένος
- κλεμμένος
- λεηλατημένος
- λεηλατημένος
- ληστεία
- απολύθηκε
- έκλεψε
- πήρε
- διαρρήχθηκε
- Γιακάς
- άρπαξε
- αεροπειρατεία
- εκμεταλλεύτηκε
- κλεμμένο
- σπογγώδης
- συνάρπαξε
- δεσμευμένο
- εθισμένος
- ανυψωμένος
- υπεξαιρεθεί
- χαραγμένο
- Τσιμπημένο
- τσιμπημένο
- τσεπώνω
- εκβιασμός
- ζωηρός
- κλεμμένο
- ληστεμένος
- χτύπησε
- Ξεγελάστηκα
- κατάδωσε
Nearest Words of shoplifted
Definitions and Meaning of shoplifted in English
shoplifted
to steal (displayed goods) from a store, to steal merchandise on display in stores, to steal displayed goods from a store
FAQs About the word shoplifted
Κλοπή από κατάστημα
to steal (displayed goods) from a store, to steal merchandise on display in stores, to steal displayed goods from a store
άρπαξε,λεηλατημένος,διάλεξε,Ποσαρισμένο,αυλακωμένο,θρόισμα,κατάσχεται,αεροπειρατείας,αρπάχτηκε,απαχθείς
αγορασμένο,αγορασμένη,έδωσε,συνεισέφερε,παρουσιάζεται,απονεμημένος,δωρεά,παραδίδονται
shopkeepers => καταστηματάρχες, shopgirls => Πωλήτριες, shop (for) => ΨωνÃζω (για), shop (around) => ψωνίζω, shoots up => Αυξάνεται γρήγορα,