FAQs About the word chased (down)

κυνηγημένος (κάτω)

to follow and catch (someone or something), to search for and find (someone or something)

κοίταξε ,καταδιωκόμενος,αναζητηθείς,αγόρασε (για),sought,αναζητώ,ψάχνω (για κάτι),αναζήτηση (τροφής),κυνηγημένο,έψαχνε

χαμένος,Κρυμμένος,παραμελημένος

chase (down) => κυνηγάω, charting => γράφημα, charters => καταστατικά, charter schools => Σχολές χάρτα, chars => χαρακτήρας,