FAQs About the word shook out

τίναξε

to prove to be in the end, a period or process in which the relatively weak or unessential are eliminated, the failure or retrenchment of a significant number o

εξελιγμένος,έπεσε,αποδεδειγμένο,βγήκε,ανεπτυγμένη,εμφανίστηκε,δεν τελεσφόρησε,έπαιξε,αποδείχτηκε,ξεδιπλωμένος

No antonyms found.

shook down => δόνηση, shook a leg => κούνησε ένα πόδι, shoehorning => παραμάνα παπουτσιού, shoehorned => αναγκάζω κάποιον να κάνει κάτι, shocks => σοκ,