Greek Meaning of waltzed (in)

μπήκε βαλσάροντας

Other Greek words related to μπήκε βαλσάροντας

Definitions and Meaning of waltzed (in) in English

waltzed (in)

No definition found for this word.

FAQs About the word waltzed (in)

μπήκε βαλσάροντας

εισέβαλε (σε),μπήκε,σκάω (μέσα ή μέσα σε),εξερράγη (σε ή μέσα σε),εμφανίστηκε,προσβάσιμα,έπεσε,εισαγόμενος,τρυπητός,περιπλανήθηκε (σε)

Αριστερά,αποθανών,βγήκε

waltz (up) => βαλς (πάνω), waltz (in) => βαλς (σε), wall-to-wall => από τοίχο σε τοίχο, walls => τοίχοι, wallows => κυλιέται,