FAQs About the word waltzing (in)

Βαλσάροντας (σε)

εισβάλλω (μέσα),αεράκι (εισέρχεται),εκρήγνυται (σε ή μέσα σε),Ποπ,πρόσβαση,πτώση,εισάγοντας,διεισδυτικός,τρύπημα,παραπλάνηση (σε)

αναχώρηση,αναχωρούντος,έξοδος

waltzes => βαλς, waltzed (up) => χόρεψα βαλς (πάνω), waltzed (in) => μπήκε βαλσάροντας, waltz (up) => βαλς (πάνω), waltz (in) => βαλς (σε),