FAQs About the word breezing (in)

αεράκι (εισέρχεται)

to win easily

εισβάλλω (μέσα),εκρήγνυται (σε ή μέσα σε),Ποπ,Βαλσάροντας (σε),πρόσβαση,πτώση,εισάγοντας,διεισδυτικός,τρύπημα,παραπλάνηση (σε)

αναχώρηση,αναχωρούντος,έξοδος

breezing => αεράκι, breezeway => Στοά, breezes => αεράκια, breezed (in) => μπήκε, breezed => αεράκι,