Greek Meaning of breezing (in)
αεράκι (εισέρχεται)
Other Greek words related to αεράκι (εισέρχεται)
Nearest Words of breezing (in)
Definitions and Meaning of breezing (in) in English
breezing (in)
to win easily
FAQs About the word breezing (in)
αεράκι (εισέρχεται)
to win easily
εισβάλλω (μέσα),εκρήγνυται (σε ή μέσα σε),Ποπ,Βαλσάροντας (σε),πρόσβαση,πτώση,εισάγοντας,διεισδυτικός,τρύπημα,παραπλάνηση (σε)
αναχώρηση,αναχωρούντος,έξοδος
breezing => αεράκι, breezeway => Στοά, breezes => αεράκια, breezed (in) => μπήκε, breezed => αεράκι,