FAQs About the word stooped

σκυφτός

having the back and shoulders rounded; not erect

condescend,ευδόκησε,εξευτελισμένος,ταπεινός,ντροπιασμένος,κατευνασμένος,Υποβαθμισμένο,εκτεθειμένος,ατιμασμένος,ταπεινωμένος

τριαντάφυλλο

stoop to => σκύβω προς, stoop => σκυφτός, stoolpigeon => Καταδότης, πληροφοριοδότης, σπιούνος, stoolie => σκαμνί, stool test => Εξέταση κοπράνων,