Greek Meaning of stooped
σκυφτός
Other Greek words related to σκυφτός
Nearest Words of stooped
Definitions and Meaning of stooped in English
stooped (s)
having the back and shoulders rounded; not erect
FAQs About the word stooped
σκυφτός
having the back and shoulders rounded; not erect
condescend,ευδόκησε,εξευτελισμένος,ταπεινός,ντροπιασμένος,κατευνασμένος,Υποβαθμισμένο,εκτεθειμένος,ατιμασμένος,ταπεινωμένος
τριαντάφυλλο
stoop to => σκύβω προς, stoop => σκυφτός, stoolpigeon => Καταδότης, πληροφοριοδότης, σπιούνος, stoolie => σκαμνί, stool test => Εξέταση κοπράνων,