Greek Meaning of deigned
ευδόκησε
Other Greek words related to ευδόκησε
Nearest Words of deigned
Definitions and Meaning of deigned in English
deigned (imp. & p. p.)
of Deign
FAQs About the word deigned
ευδόκησε
of Deign
σκυφτός,condescend,ταπεινωμένος,κατευνασμένος,Υποβαθμισμένο,ταπεινωμένος,εκτεθειμένος,εξευτελισμένος,ατιμασμένος,ταπεινός
τριαντάφυλλο
deign => άξιωθεί, deifying => θεοποίηση, deify => θεοποιώ, deiformity => παραμόρφωση, deiform => θεόμορφος,