Greek Meaning of deified

θεοποιημένος

Other Greek words related to θεοποιημένος

Definitions and Meaning of deified in English

Webster

deified (a.)

Honored or worshiped as a deity; treated with supreme regard; godlike.

Webster

deified (imp. & p. p.)

of Deify

FAQs About the word deified

θεοποιημένος

Honored or worshiped as a deity; treated with supreme regard; godlike., of Deify

λατρεμένος,Εξιδανικευόταν,λατρεμένος,λατρευόμενος,κολακεύω,κανονικοποιημένος,χαϊδεύω (κάποιον),Ηρωολατρεία,Ηρωολατρεία,Μου άρεσε

αποτρόπαιος,περιφρονημένος,μισητός,περιφρονω,αντιπαθής,βδελυρός,υποτιμούσε,ξεπερασμένο,υποτιμημένος,βάλω κάτω

deification => θεοποίηση, deifical => θεικός, deific => θεϊκός, deictically => δεικτικά, deictic word => δείκτης,