Greek Meaning of physical therapy
φυσικοθεραπεία
Other Greek words related to φυσικοθεραπεία
Nearest Words of physical therapy
- physical therapist => Φυσικοθεραπευτής
- physical science => Φυσικές επιστήμες
- physical restoration => Σωματική αποκατάσταση
- physical rehabilitation => φυσική αποκατάσταση
- physical property => φυσική ιδιότητα
- physical process => φυσική διαδικασία
- physical phenomenon => Φυσικό φαινόμενο
- physical pendulum => Φυσική εκκρεμής
- physical object => Φυσικό αντικείμενο
- physical geography => Φυσική γεωγραφία
- physical topology => Φυσική τοπολογία
- physical value => Φυσική αξία
- physicalism => Φυσικαλισμός
- physicality => Φυσικότητα
- physically => σωματικά
- physicalness => σωματικότητα
- physiced => φυσικός
- physician => γιατρός
- physician-assisted suicide => Ιατρικώς υποβοηθούμενη αυτοκτονία
- physicianed => γιατρός
Definitions and Meaning of physical therapy in English
physical therapy (n)
therapy that uses physical agents: exercise and massage and other modalities
FAQs About the word physical therapy
φυσικοθεραπεία
therapy that uses physical agents: exercise and massage and other modalities
δραστηριότητα,κλιματισμός,άσκηση,φυσιοθεραπεία,μηχανική σώματος,προσπάθεια,γυμναστική,εκπαίδευση,Κοπή,προθέρμανση
No antonyms found.
physical therapist => Φυσικοθεραπευτής, physical science => Φυσικές επιστήμες, physical restoration => Σωματική αποκατάσταση, physical rehabilitation => φυσική αποκατάσταση, physical property => φυσική ιδιότητα,