Greek Meaning of weighted

σταθμισμένος

Other Greek words related to σταθμισμένος

Definitions and Meaning of weighted in English

Wordnet

weighted (s)

made heavy or weighted down with weariness

adjusted to reflect value or proportion

Webster

weighted (imp. & p. p.)

of Weight

FAQs About the word weighted

σταθμισμένος

made heavy or weighted down with weariness, adjusted to reflect value or proportionof Weight

γεμάτος,φορτωμένο,επιβαρημένος,Επιβαρυμένος,φορτωμένος,φορτωμένος,συσκευασμένο,σέλωμα,στοιβαγμένο,ζυγισμένο

εκφορτισμένος,απελευθερωμένος,ξεφορτωμένο,ανακουφισμένο,απαλλαγμένος,Απαλλαγμένος,ανακουφισμένος,φωτισμένος,ανακουφισμένος,ξεφορτωμένη

weight unit => μονάδα βάρους, weight gaining => αύξηση βάρους, weight gainer => Αύξηση βάρους, weight down => βαραίνω κάτω, weight => βάρος,