FAQs About the word mounded

ανυψωμένος

of Mound

συσσωματωμένος,στοιβάζω,στοιβαγμένο,συσσωρευμένος,συναρμολογημένο,τραπεζική,συλλεγέν,συλλεγμένοι,σωρός,λόφος

δεν στοιβάζεται

mound-bird => Κοράκι, mound over => λόφος πάνω από, mound builder => Κατασκευαστής τύμβων, mound bird => Πουλί του λόφου, mound => λόφος,