Greek Meaning of mounded
ανυψωμένος
Other Greek words related to ανυψωμένος
Nearest Words of mounded
Definitions and Meaning of mounded in English
mounded (imp. & p. p.)
of Mound
FAQs About the word mounded
ανυψωμένος
of Mound
συσσωματωμένος,στοιβάζω,στοιβαγμένο,συσσωρευμένος,συναρμολογημένο,τραπεζική,συλλεγέν,συλλεγμένοι,σωρός,λόφος
δεν στοιβάζεται
mound-bird => Κοράκι, mound over => λόφος πάνω από, mound builder => Κατασκευαστής τύμβων, mound bird => Πουλί του λόφου, mound => λόφος,