Greek Meaning of nova
Νόβα
Other Greek words related to Νόβα
- γκάζι
- Άστρο νετρονίων
- Πάλσαρ
- κουάζαρ
- Υπερσμήνος γαλαξιών
- υπεργίγαντας
- Υπερνέας
- μεταβλητή
- Δυαδικό αστέρι
- Καφέ νάνος
- νάνος
- απλανής αστέρας
- γαλαξίας
- γίγας αστέρας
- Πολικός αστέρας
- πόλος
- φωτιστικό
- κόκκινος νάνος
- κόκκινος γίγαντας
- κόκκινο αστέρι
- σφαίρα
- Νάνος Β
- Ήλιος
- Μεταβλητός αστέρας
- Λευκός νάνος
- δέσμη
- Αστερισμός
Nearest Words of nova
- nova lisboa => Νόβα Λισαβόνα
- nova lox => Καπνιστός σολομός (Nova lox)
- nova salmon => Καπνιστός σολομός
- nova scotia => Νέα Σκωτία
- nova scotia lox => καπνιστός σολομός απο τη Νόβα Σκότια
- nova scotia salmon => Σολομός Nova Scotia
- nova scotian => Νέα Σκωτία
- nova style salmon => Σολομός σε στυλ Nova
- nova zembla => Νόβα Ζέμλια
- novaculite => νοβακουλίτης
Definitions and Meaning of nova in English
nova (n)
a star that ejects some of its material in the form of a cloud and becomes more luminous in the process
nova (n.)
A new star, usually appearing suddenly, shining for a brief period, and then sinking into obscurity. Such appearances are supposed to result from cosmic collisions, as of a dark star with interstellar nebulosities.
FAQs About the word nova
Νόβα
a star that ejects some of its material in the form of a cloud and becomes more luminous in the processA new star, usually appearing suddenly, shining for a bri
γκάζι,Άστρο νετρονίων,Πάλσαρ,κουάζαρ,Υπερσμήνος γαλαξιών,υπεργίγαντας,Υπερνέας,μεταβλητή,Δυαδικό αστέρι,Καφέ νάνος
No antonyms found.
nov => Νοέμβριος, nouvelles riches => Νεόπλουτοι, nouvelle vague => νέο κύμα, nouvelle riche => Νεόπλουτος, nouvelle cuisine => Νουβέλ Κουζίν,