Greek Meaning of accouple
Ζευγαρώσει
Other Greek words related to Ζευγαρώσει
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of accouple
- accounts receivable => Λογαριασμοί ενεργητικού
- accounts payable => Υποχρεώσεις προς προμηθευτές
- accounting system => λογιστικό σύστημα
- accounting standard => λογιστικό πρότυπο
- accounting principle => λογιστική αρχή
- accounting firm => Λογιστικό γραφείο
- accounting entry => Λογιστική εγγραφή
- accounting data => λογιστικά στοιχεία
- accounting => λογιστική
- accounted => λογοδοτημένος
Definitions and Meaning of accouple in English
accouple (v. t.)
To join; to couple.
FAQs About the word accouple
Ζευγαρώσει
To join; to couple.
No synonyms found.
No antonyms found.
accounts receivable => Λογαριασμοί ενεργητικού, accounts payable => Υποχρεώσεις προς προμηθευτές, accounting system => λογιστικό σύστημα, accounting standard => λογιστικό πρότυπο, accounting principle => λογιστική αρχή,