Greek Meaning of effectuation
πραγματοποίηση
Other Greek words related to πραγματοποίηση
- φέρνω
- επειδή
- Δημιουργήσετε
- κάνω
- παράγω
- Παραγωγή
- προτροπή
- γεννάω
- Επιφέρω
- καταλύω
- αποτέλεσμα
- ενθαρρύνω
- προκαλώ
- προκαλώ
- επικαλούμαι
- φτιάχνω
- προωθώ
- γεννάω.
- δουλειά
- απόδοση
- σχεδιάζω
- αποτέλεσμα (σε)
- Μετάφραση (σε)
- πρόοδος
- αρχίσετε
- φυλή
- φέρνω
- Φέρετε
- καλλιεργώ
- αποφασίζω
- καθορίζω
- Αναπτύσσω
- ψηφίζω
- καθιερώστε
- μπροστά
- αναθρέφω
- βρέθηκε
- εφεξής
- εγκαινιάζω
- αρχίζω
- καινοτομώ
- Ινστιτούτο
- εισάγω
- Εκτόξευση
- θρέφω
- περίσταση
- πρωτοπόρος
- Αποδίδω
- σετ
- εγκαθίστατε
- αρχή
- οδηγεί σε
- συνεισφέρω (σε)
- προκαλώ
Nearest Words of effectuation
Definitions and Meaning of effectuation in English
effectuation (n)
the act of implementing (providing a practical means for accomplishing something); carrying into effect
effectuation (n.)
Act of effectuating.
FAQs About the word effectuation
πραγματοποίηση
the act of implementing (providing a practical means for accomplishing something); carrying into effectAct of effectuating.
φέρνω,επειδή,Δημιουργήσετε,κάνω,παράγω,Παραγωγή,προτροπή,γεννάω,Επιφέρω,καταλύω
εμποδίζω,αναστέλλω,όριο,ακυρώσω,σβήνω,καταπιέζω,Αναχαιτίζω,περιορίζω,πνίγω,καταπιέζω
effectuating => πραγματοποιούντας, effectuated => πραγματοποιηθεί, effectuate => Εφαρμόζω, effectualness => αποτελεσματικότητα, effectually => αποτελεσματικά,