Greek Meaning of messing up

μπερδεμα

Other Greek words related to μπερδεμα

Definitions and Meaning of messing up in English

messing up

to make a mistake

FAQs About the word messing up

μπερδεμα

to make a mistake

φυσώντας,αδέξιος,μπερδεύω (πάνω),καταστρέφω (τα πράγματα),Μόρυνση,χαλάω (πάνω),καταστρέφω,χαντακώνω,απίστευτος,εκκίνηση

βελτιωτικό,βελτίωση,ενισχυτικό,βοηθητικός,Βελτιούμενος,διορθωτική,διύλιση,επανορθωτικό,Μεταρρυθμίζοντας,επιδιόρθωση

messing over => ταλαιπωροντας, messing around => αστειεύομαι, messing (up) => χάνοντας (πάνω), messes (up) => χαντακώνω, messes => χάος,