Greek Meaning of boggling

απίστευτος

Other Greek words related to απίστευτος

Definitions and Meaning of boggling in English

Webster

boggling (p. pr. & vb. n.)

of Boggle

FAQs About the word boggling

απίστευτος

of Boggle

φυσώντας,αδέξιος,καταστροφική,αδέξιος,εκκίνηση,καταστροφή,αδέξιος,αδέξιος,Σφαγή,επιζήμιος

βελτιωτικό,βελτίωση,ενισχυτικό,βοηθητικός,Βελτιούμενος,διορθωτική,διύλιση,επανορθωτικό,Μεταρρυθμίζοντας,επιδιόρθωση

boggler => Παζλ, boggled => ξαφνιασμένος, boggle => ξεγελάω, εξαπατώ, bogging => βούλιαγμα, bogged => ακινητοποιημένος,