Greek Meaning of bogle

Μπόγκλ

Other Greek words related to Μπόγκλ

Definitions and Meaning of bogle in English

Webster

bogle (n.)

A goblin; a specter; a frightful phantom; a bogy; a bugbear.

FAQs About the word bogle

Μπόγκλ

A goblin; a specter; a frightful phantom; a bogy; a bugbear.

χτύπημα,Ψάχνω,ερείπια,χαλάω,λάθος,Ντούμπα,μπότα,χαλάω,βουίζω,τα κάνω μαντάρα

βελτιώνω,καλύτερος,βελτιώνω,βοήθεια,βελτιώνω,εκλεπτύνω,επισκευή,βελτιώνω,διορθώνω,Μεταρρύθμιση

bogies => μπόγκι, bogie engine => Μπόγκι, bogie => τρόλεϊ, boggy => βαλτώδης, bogglish => τρομακτικός,