FAQs About the word metronomic

μετρονομικός

mechanically regular (as in action or tempo), of, relating to, or being a drug or regimen of drugs administered in low doses at regular intervals over an extend

μετρικός,μετρικός,τακτικός,ρυθμικός,ρυθμική,στολή,ρυθμισμένος,ζωηρός,ακόμα,μιούζικαλ

αρρυθμικός,αμέτρητος,άρρυθμος,μη μετρικός

me-tooer => υποστηρικτής του κινήματος #MeToo, me-too => Εγώ επίσης, meting (out) => μέτρηση (έξω), metiers => επαγγέλματα, methods => μέθοδοι,