Greek Meaning of metrosexual

μετροσέξουαλ

Other Greek words related to μετροσέξουαλ

Definitions and Meaning of metrosexual in English

metrosexual

a usually urban heterosexual male given to enhancing his personal appearance by fastidious grooming, beauty treatments, and fashionable clothes

FAQs About the word metrosexual

μετροσέξουαλ

a usually urban heterosexual male given to enhancing his personal appearance by fastidious grooming, beauty treatments, and fashionable clothes

θηλυπρεπής,θηλυκός,μαλάκας,Ανάρμοστος, ανάρμοστα,ανέξοδος,θηλυκός,ανδρόγυνος,ευνουχισμένος,κοριτσίστικος,

μάτσο,Άνδρας,Ανδρικός,ανδρικός,αρσενικός,ανδροπρεπής,αγορίστικος,Υπεράνδρας,ανθρώπινου μεγέθους,σε ανθρώπινο μέγεθος

metropolitans => μητροπολίτες, metropolises => μητροπόλεις, metronomical => μετρονομικός, metronomic => μετρονομικός, me-tooer => υποστηρικτής του κινήματος #MeToo,