Greek Meaning of hoydenish
άτακτη
Other Greek words related to άτακτη
Nearest Words of hoydenish
Definitions and Meaning of hoydenish in English
hoydenish (s)
used of girls; wild and boisterous
FAQs About the word hoydenish
άτακτη
used of girls; wild and boisterous
Άνδρας,αρσενικός,αγέννητος,Απρεπής,Ανδρικός,ανδρικός,αγοροκόριτσο,ανένδοτος,ιπποτικός,Ανδρικός
θηλυκό,θηλυκός,κοριτσίστικος,ευγενική,θηλυκός,θηλυπρεπής,μαλάκας,Ανάρμοστος, ανάρμοστα,ανέξοδος,θηλυπρεπής
hoyden => χωριατοπούλα, hoya carnosa => χόγια, hoya => χόια, hoy => σήμερα, hox => Hox,